πλότερ

πλότερ
το, Ν
(φωτογραμμ.) χαρακτηρισμός όλων τών οργάνων, μονοεικονικών ή διεικονικών, με τα οποία είναι δυνατόν να χαραχθούν πάνω σε υπόβαθρο, ὁπως λ.χ. σε χάρτη σχεδιάσεως, σε φωτογραφική ύαλο κ.ά. με γραφικά ή φωτογραφικά μέσα, οι χαρτογραφικές λεπτομέρειες που μπορούν να δώσουν μία ή περισσότερες ερμηνείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plotter).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”